Test Drive - Can Am Ryker 900 Sport [BIKEIT Mag]

Δοκιμή του Can Am Ryker 900 Sport απο το BIKEIT

Δοκιμάζουμε το νέο τρίτροχο μοντέλο της Can-Am που μοιάζει να έχει αναμίξει γενετικό κώδικα από μοτοσυκλέτα, ATV και καρτ, για ένα αποτέλεσμα που οδηγικώς δε μοιάζει με τίποτε άλλο.

Δοκιμή: Σπύρος Τσαντήλας
Φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος

H Can-Am είναι μέλος του καναδικού ομίλου Bombardier – γνωστό και ως BRP, εκ του Bombardier Recreational Products – και, εκτός από τα τετράτροχα ATV και Side by Side που κατασκευάζει ως Can-Am Off Road, φημίζεται και για το τρίτροχο ασφάλτινο υβρίδιο Spyder που βρίσκεται στη γκάμα της από το 2007 κοσμώντας την πτέρυγα Can-Am On Road.

Το 2019 παρουσίασε το Ryker ως μια ελαφρύτερη, απλούστερη και, πάνω απ’ όλα, φτηνότερη εκδοχή του Spyder. Το διαθέτει σε τέσσερεις τύπους, όλους τροφοδοτούμενους από κινητήρες της εν BRP αδελφής Rotax.

Ξεκινά από το δικύλινδρο σε σειρά 600 και ακολουθούν τρία τρικύλινδρα 900άρια: τα STD (standard), Sport και Rally. Κοινό σημείο όλων είναι η πλατφόρμα Rotax ACE 600 ή 900. Πρόκειται για κινητήρες που απαντώνται σε πολλά προϊόντα διαφόρων εταιρειών της BRP, όπως τα θαλάσσια Sea-Doo, τα οχήματα χιονιού Ski-Doo, τα οχήματα εντός και εκτός δρόμου της Can-Am, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και τούρμπο εκδόσεις του.

Εδώ πάντως ο κινητήρας είναι σε ατμοσφαιρική μορφή και είναι παραπάνω από αρκετός για τη δουλειά που καλείται να κάνει.

 

Τι ακριβώς περιμένει κανείς από το Ryker; Ένας συνήθης δημοσιογράφος μοτοσυκλέτας δεν συναντά συχνά τέτοιου είδους οχήματα στη δουλειά του και ομολογουμένως αρκεί μια ματιά στα τετράγωνα, αυτοκινητάδικα λάστιχα για να καταλάβει πως αυτό εδώ το πράγμα δεν είναι σαν αυτά που έχει συνηθίσει να καβαλά.

Στην πρώτη μου επαφή περίμενα κάτι κοντινό στην οδηγική λογική ενός ATV, ωστόσο λίγα χιλιόμετρα μετά την αντιπροσωπεία της Can-Am η πραγματικότητα με οδηγούσε σε άλλους δρόμους. Πλέον σκεφτόμουν πως ο τρόπος που βεντουζώνει στο έδαφος το μπροστινό δίδυμο τροχών και η πρόδηλη διάθεση να με εκτοξεύσει από τη σέλα προς το πλάι στα απότομα κοψίματα του τιμονιού περισσότερο μου θυμίζουν καρτ.

Λίγες μέρες αργότερα, επιστρέφοντάς το στην Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ στην Ιερά Οδό, ήξερα πια καλά πως δεν μοιάζει ούτε με ATV, ούτε με καρτ, ούτε φυσικά με μοτοσυκλέτα. Μοιάζει μόνο με Ryker. Και εξηγούμαι.

Πριν καλά-καλά προλάβω να βγω από το μεγάλο πάρκινγκ της αντιπροσωπείας, στις μερικές δεκάδες μέτρα από την αποθήκη ως την πύλη εισόδου είχα πάρει μια γεύση από το πώς στρίβει: με δύναμη στα χέρια.

Δευτερόλεπτα αργότερα, κατηφορίζοντας την Ιερά Οδό προς το ποτάμι και στο πρώτο δειλό άνοιγμα του γκαζιού “για να δούμε τι κάνει”, άρχισαν οι ζεϊμπεκιές. Νομίζω πως μέχρι να φτάσω στον κόμβο της εθνικής οδού δεν πρέπει ποτέ να ευθυγραμμίστηκε ο πίσω τροχός με τη νοητή ευθεία της πορείας μου.

Στην κάκιστη, γυαλισμένη και ζεστή λόγω εποχής άσφαλτο του αθηναϊκού κέντρου, το κρύο πίσω Kenda απλά χόρευε σε κάθε παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού στέλνοντας τον τροχό στα πλάγια. Μην φανταστείτε τίποτα το τρομακτικό, κατ’ αρχήν διότι δεν υπάρχει περίπτωση να πέσεις. Έπειτα το όλο σύστημα υποστηρίζεται από ένα εξαιρετικό ηλεκτρονικό πακέτο ασφαλείας που εξελίχθηκε σε συνεργασία με τη Bosch ειδικά για τις ιδιότυπες ανάγκες του ξεχωριστού αυτού οχήματος.

Σε αυτό εντάσσεται το ABS, το traction control και άλλο ένα σύστημα ονόματι stability control, μια τριπλέτα που στην πράξη αποδείχθηκε εξαιρετική πολύ απλά γιατί ήταν πρακτικά αόρατη! Ό,τι χαζομάρα και να έκανα, όσο κι αν προσπάθησα να αποσταθεροποιήσω το Ryker, τα ηλεκτρονικά του δε θα αφήσουν τον πίσω τροχό να ντριφτάρει τόσο στο πλάι ώστε να χαθεί η κατευθυντικότητα, ο έλεγχος. Οι δε επεμβάσεις είναι μεταξένια αδιόρατες, χαδάκια που δεν τα παίρνεις είδηση μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως η πλαγιολίσθηση έχει τελειώσει και το πίσω μέρος αρχίζει να ευθυγραμμίζεται ξανά.

Διαθέτει ακόμη σύστημα Hill Hold Control που βοηθά το ξεκίνημα σε ανηφόρα, κάτι που εδώ δείχνει κάπως υπερβολικό, μιας και τέτοια βοηθήματα έχουν περισσότερο νόημα σε οχήματα με συμπλέκτη και χειροκίνητο κιβώτιο, όπου η εκκίνηση σε ανήφορο έχει τον κίνδυνο να σου σβήσει. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί με το πλήρως αυτόματο κιβώτιο του Ryker, έτσι αυτό που προσφέρει το σύστημα είναι να εξαλείφει και την περίπτωση να σε πάρει προς τα πίσω η κλίση στο μεσοδιάστημα μεταξύ του “αφήνω το φρένο” και “πιάνω το γκάζι”.

Η έκδοση Sport διαθέτει δύο προγράμματα λειτουργίας, modes που θέλει και η πρόσφατη μόδα στις μοτοσυκλέτες: Eco και Sport. Το μόνο στο οποίο επιδρούν είναι οι ρυθμίσεις των ηλεκτρονικών, μειώνοντας την επεμβατικότητά τους στη Sport εκδοχή.

Το TC δεν απενεργοποιείται ποτέ, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου κακό, αφενός γιατί ακόμη και στην Eco ρύθμιση επιτρέπει κάμποσο ντριφτάρισμα, αφετέρου γιατί 300 κιλά εκτός ελέγχου δεν ακούγονται και τόσο καλή ιδέα. Μπορεί να μην πέφτεις, αλλά δεν είπε κανείς πως το Ryker δε μπορεί να φύγει αύτανδρο εκτός δρόμου.

Το ωραίο είναι πως όταν τα λάστιχα έχουν ζεσταθεί και η άσφαλτος είναι καλή, το Ryker βρίσκει πρόσφυση σε βιομηχανικές ποσότητες, βιδώνεται κάτω και ξαφνικά το ντριφτ δεν είναι και τόσο απλή υπόθεση.

Το στρίψιμο με το Ryker 900 Sport είναι μια ιδιαίτερη διαδικασία, απαιτητική στη φυσική κατάσταση του αναβάτη. Για να μπει στη στροφή θέλει πειστικό κόψιμο στο τιμόνι και μετά κόντρα σε όλη τη διάρκειά της, πρέπει να το διατηρείς στην επιθυμητή γωνία με μυική δύναμη, αλλιώς ευθυγραμμίζει και παίρνει δρόμο για την εφαπτόμενη της καμπύλης που θα ήθελες να διαγράψεις.

Αυτό σημαίνει πως είσαι ήδη έτοιμος ανά πάσα ώρα και στιγμή για το ενδεχόμενο να ντριφτάρει το πίσω μέρος και ο έλεγχος της πλαγιολίσθησης είναι πραγματικά πανεύκολος και εξαιρετικά απολαυστικός.

Σημαίνει επίσης όμως και πως μετά από μια δίωρη βόλτα με άφθονο στροφιλίκι οι ώμοι μου ένιωθαν λίγο πιασμένοι, κάπως σαν την πρώτη μέρα γυμναστικής μετά από πολύ καιρό.

Εκτός από τον δυναμικό χειρισμό του τιμονιού που απαιτείται για να στρίψεις, πρέπει να βγάλεις και το σώμα στην εσωτερική. Όχι για να αλλάξεις το κέντρο μάζας, όπως κάνουμε στη μοτοσυκλέτα, αλλά για να μειώσεις τη γωνία του σώματος με τις δυνάμεις που θέλουν να το φυγοκεντρίσουν.

Εδώ δεν υπάρχει δυνατότητα να βγεις από τη σέλα, καθώς είσαι πακτωμένος και με τα πόδια σχετικά μπροστά, αλλά ο κορμός μπορεί κάλλιστα – και πρέπει – να γείρει για να μετριάσει τη φυγοκέντριση. Με αυτή τη διαδικασία το σώμα δέχεται πολύ λιγότερη καταπόνηση, διαφορετικά θα έπρεπε να αντισταθμίζεις κρατούμενος από το τιμόνι με τα χέρια και το ρεζερβουάρ με τα γόνατα.

Πηγαίνοντάς σε διαδρομές που έχω πολλάκις τιμήσει με δίκυκλα, το Ryker είναι σαφέστατα πιο αργό, δε μπορεί να πιάσει τον ρυθμό μιας μοτοσυκλέτας σε μια καλή στριφτερή διαδρομή.

Η γοητεία του είναι στην απόλαυση της διαδρομής και στη δυναμική γυμναστική που απαιτείται για να πας γρήγορα σε στροφές. Αν υπερβάλλεις ο κίνδυνος δεν είναι να ανατραπεί, καθώς το μετατρόχιο μπροστά είναι μεγάλο και σε επίμονες προσπάθειές μου να δω τι συμβαίνει όταν το παρακάνω, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: στο όριο το Ryker μουριάζει και διώχνει γλιστρώντας με όλο το μπροστινό, υποστροφή όπως ακριβώς τη βιώνει ένα αυτοκίνητο, με το στρίγκλισμα των ελαστικών και όλα της.

Αν η άσφαλτος δεν είναι καλή, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη ροπή για να στρίψεις τη μοτοσυκλέτα πλαγιολισθαίνοντας το πίσω μέρος, αλλά αυτό δε θα σε κάνει να πας πιο γρήγορα, απλά πιο θεαματικά. Επίσης, με τα λάστιχα καλά ζεσταμένα το σπάσιμο της πρόσφυσης δεν έρχεται τόσο εύκολα, όπως στους γυαλισμένους δρόμους της πόλης με τα λάστιχα σε μια χλιαρή κατάσταση από τις διαδοχικές στάσεις.

Ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό του είναι η ρυθμιζόμενη εργονομία, καθώς μπορείς πανεύκολα και χωρίς εργαλεία να αλλάξεις θέση σε τιμόνι και μαρσπιέ. Στο τιμόνι απλά απασφαλίζεις σηκώνοντας το λεβιεδάκι στο κέντρο του και το μεταφέρεις μπροστά-πίσω πάνω στις ράγες που εδράζει.

Τα δε μαρσπιέ μπορούν εξίσου εύκολα να ρυθμιστούν σε πέντε θέσεις κατά μήκος του πλαισίου, οι οποίες κυμαίνονται από τη μέση και λίγο μπροστά, έως πολύ μπροστά. Σε καμιά εξ αυτών δε θυμίζει μοτοσυκλέτα, μιας και η πολύ χαμηλή σέλα κάνει μάλλον αδύνατη τη χρήση των μαρσπιέ για να μετατοπίζεις το βάρος του σώματος, αλλά κάνει θαύματα στην άνεση και τον ακριβή χειρισμό του Ryker καθώς προσαρμόζεται στα δικά σου σωματομετρικά δεδομένα.

Ένα στοιχείο που σίγουρα ξενίζει κάπως τον μοτοσυκλετιστή, μα είναι απολύτως φυσικό για οδηγούς αυτοκινήτων, είναι το ότι ο έλεγχος των τριών δισκόφρενων του Ryker γίνεται αποκλειστικά από το ποδωστήριο στο δεξί πόδι.

Δεν έχει προφανώς την ακριβή αίσθηση που προσφέρει η μανέτα του μπροστινού φρένου μιας μοτοσυκλέτας, αλλά είναι αποτελεσματικό και σταματά γρήγορα και έγκαιρα το Ryker με όσα κι αν πηγαίνει. Το δε ABS δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ μπροστά, μόνο στο πίσω φρένο και μονάχα σε πολύ γλιστερό έδαφος.

Οι αναρτήσεις του διαθέτουν μόνο ρύθμιση προφόρτισης μπροστά, ενώ πίσω έχεις στη διάθεσή σου ένα εύκολο κόκκινο ρυθμιστήρι που μπορείς να σκαλίσεις με το γάντι από τη σέλα που κάθεσαι σε τέσσερεις θέσεις απόσβεσης συμπίεσης. Η διαφορά δεν είναι και τόσο αισθητή, πάντως στις χαμηλές ταχύτητες της πόλης θα τη νιώσεις πολύ πιο καθαρά κάθε φορά που ο τροχός συναντά μια λακκούβα ή εξόγκωμα του δρόμου.

Φιλική συμβουλή για τις κακοτεχνίες του δρόμου: αν τη δεις έγκαιρα, σημάδεψέ τη με ένα από τα μπροστινά λάστιχα, γιατί αν την περάσεις στη μέση θα φας το κοπάνημα στον πίσω τροχό και θα το νιώσεις καλά στη μέση. Τα μπροστινά με τα ανεξάρτητα ψαλίδια, από την άλλη, περνούν πάνω από σαμάρια και τρύπες λες και δεν υπάρχουν, ενώ η κατευθυντικότητα του Ryker δεν καταλαβαίνει τίποτα....

Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ.